ναυτιλίᾳ
101ατμοπλοΐα — η 1. το να πλέει ένα πλοίο με τον ατμό: Η ατμοπλοΐα διαδέχτηκε την ιστιοπλοΐα. 2. η ναυτιλία με ατμόπλοια: Η ελληνική ατμοπλοΐα ήταν μια από τις πρώτες στον κόσμο. 3. ατμοπλοϊκή εταιρεία: «Μεσογειακή ατμοπλοΐα» …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
102ναυσιπλοΐα — η μεταφορά ανθρώπων και πραγμάτων με πλοία, αλλ. ναυτιλία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
103ναυτιλιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυτιλία: Ναυτιλιακός πράκτορας. – Ναυτιλιακά γραφεία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
104φλοτέρ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. κάθε σώμα ελαφρό που μπορεί να επιπλέει στο νερό ή σε άλλο υγρό ή που βοηθάει άλλο να επιπλέει, ο πλωτήρας. 2. καθένας από τους στεγανούς πλωτήρες των υδροπλάνων, με τους οποίους αυτά στηρίζονται στο νερό. 3. σημαντήρες που …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)