ναυτιλία

  • 51πλόιμος — η, ο / πλόϊμος, ον, ΝΜΑ, και πλώιμος / πλώϊμος, ΝΑ [πλόος/πλους] νεοελλ. αυτός που είναι κατάλληλος ή ευνοϊκός για ταξίδι με πλοίο νεοελλ. αρχ. (για ποτάμι) αυτός που μπορεί να τόν διαπλεύσει κανείς με πλοίο, πλωτός μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 52ριψοκίνδυνος — η, ο / ῥιψοκίνδυνος ον ΝΜΑ 1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ. β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 53σημαντήρας — Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών. 1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον… …

    Dictionary of Greek

  • 54σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… …

    Dictionary of Greek

  • 55στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… …

    Dictionary of Greek

  • 56συνναυτίλλομαι — Α ταξιδεύω δια θαλάσσης μαζί με κάποιον άλλο («τὴν αὐτὴν ἀλλήλοις συνναυτιλλόμεθα θάλασσαν», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ναυτίλλομαι «είμαι ναυτικός, ασχολούμαι με τη ναυτιλία»] …

    Dictionary of Greek

  • 57χρονόμετρο — Ρολόι ειδικής κατασκευής, για να επιτυγχάνεται μεγάλη ακρίβεια, η οποία διαπιστώνεται με δοκιμές από αναγνωρισμένους οργανισμούς ελέγχου (όπως π.χ. τα εργαστήρια του Νεσατέλ και της Γενεύης στην Ελβετία και της Μπρέρα στο Μιλάνο). Εκτός από τους… …

    Dictionary of Greek

  • 58Άγιοι Σαράντα — (αλβ. Sarande). Πόλη (35.235 κάτ.) και λιμάνι της Αλβανίας στο Ιόνιο πέλαγος, ΒΑ της εξόδου του βόρειου Στενού της Κέρκυρας. Η πόλη βρίσκεται στην ίδια θέση με την αρχαία Ογχησμό που έφτασε σε μεγάλη ακμή κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και υπήρξε το …

    Dictionary of Greek

  • 59άδηλοι πόροι — Συναλλαγματικά έσοδα, που δεν προέρχονται από εξαγωγή εμπορευμάτων, αλλά από προσφορά υπηρεσιών, για παράδειγμα ναυτιλία, τουρισμός, εμβάσματα μεταναστών κλπ …

    Dictionary of Greek

  • 60Αιγαίο πέλαγος — Θαλάσσια λεκάνη (250.000 τ. χλμ.) της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας στα Δ και στα Β, της Τουρκίας στα Α και των νησιών Κρήτη και Ρόδος στα Ν. Με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ έχει μήκος περίπου 640 χλμ. και πλάτος 320 χλμ., μέσα …

    Dictionary of Greek