ναυτιλία
11ναυτιλίη — ναυτιλία sailing fem nom/voc sg (epic ionic) …
12ναυτιλίην — ναυτιλία sailing fem acc sg (epic ionic) …
13ναυτιλίης — ναυτιλία sailing fem gen sg (epic ionic) …
14ναυτιλίῃ — ναυτιλία sailing fem dat sg (epic ionic) …
15ναυτιλίῃσι — ναυτιλία sailing fem dat pl (epic ionic) …
16ναυτιλίῃσιν — ναυτιλία sailing fem dat pl (epic ionic) …
17ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με …
18Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …
19κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …
20ναυτιλιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυτιλία ή αυτός που προέρχεται από τη ναυτιλία 2. φρ. α) «ναυτιλιακά δικαιώματα» ή «ναυτιλιακά τέλη» τα διάφορα τέλη και δικαιώματα που καταβάλλονται για τη χρησιμοποίηση τών ελληνικών λιμανιών από πλοία …