ναυτικὰ ς

  • 91Μύκονος — Νησί (85,48 τ.χλμ.) των βορειοανατολικών Κυκλάδων, μεταξύ της Τήνου και της Νάξου. Διοικητικά ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελείται από τον δήμο Μυκόνου (9.320 κάτ.) στον οποίο υπάγονται τα δημοτικά διαμερίσματα Μυκονίων (7.929 κάτ.) και Άνω… …

    Dictionary of Greek

  • 92Οθωνοί — Νησιωτική συστάδα (19 τ. χλμ., 575 κάτ.) στο Ιόνιο πέλαγος. Βρίσκεται ΒΔ της Κέρκυρας, της οποίας εμφανίζεται σαν προέκταση. Αποτελείται από τα μικρά νησιά Διάπλο, Μαθράκι, Οθωνοί και Ερρεικούσσα. Η συστάδα αποτελείται από τρεις κοινότητες… …

    Dictionary of Greek

  • 93Πίζα — Πόλη της Ιταλίας, στην Τοσκάνη, χτισμένη στις όχθες του Άρνου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.448 τ. χλμ.). Κατά το Μεσαίωνα η Π. ήταν από τα σημαντικότερα ναυτικά κέντρα της Ιταλίας. Αξιόλογο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο σήμερα, διατηρεί …

    Dictionary of Greek

  • 94Ρηγούσα — Μικρό νησί της Δωδεκανήσου. Απέχει πέντε ναυτικά μίλια από τη Νίσυρο …

    Dictionary of Greek

  • 95Σαλαφτονήσι — Μικρό νησί του δυτικού Σαρωνικού, δυτικά του μικρού επίσης νησιού Κυρά. Απέχει τρία ναυτικά μίλια από το ακρωτήριο Τραχείλι, το αρχαίο Σπείραιον της Επιδαυρίας …

    Dictionary of Greek

  • 96Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… …

    Dictionary of Greek

  • 97σήματα — Σημάνσεις ή επικοινωνίες που πραγματοποιούνται μέσω συστημάτων διάφορων τύπων. Υποτυπώδη οπτικά ή ακουστικά σ. χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο, σχεδόν αποκλειστικά στην ξηρά ήδη από την αρχαιότητα (είναι γνωστές οι φρυκτωρίες των αρχαίων Ελλήνων …

    Dictionary of Greek

  • 98Σι, Μαρί-Ζοζέφ — (γνωστός ως Εζέν Σι Marie Joseph Sue ή Eugene Sue και στα ελληνικά, παλιότερα ως Ευγένιος Σόης). Γάλλος συγγραφέας (Παρίσι 1804 – Ανεσί 1857). Παρουσιάστηκε με ναυτικά μυθιστορήματα, όπως το «Ατάρ Γκουλ» (Atar Gull) αφιερωμένο στο Φέ νιμορ Κούπερ …

    Dictionary of Greek

  • 99Σωτηριάδης, Ιωάννης — Ναύαρχος, ο πρώτος επιστημονικά μορφωμένος αξιωματικός του ελληνικού στόλου. Η χρονολογία της γέννησης του δεν έχει εξακριβωθεί, πέθανε όμως το 1874. Πήρε μέρος, παιδί ακόμα, στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Αργότερα πήγε στην Αγγλία, όπου σπούδασε… …

    Dictionary of Greek

  • 100Ταλίτζιν, Nτμίτρι Αλεξέγιεβιτς — (1716 – 1788). Ρώσος ναύαρχος. Σπούδασε ναυτικά στην Ολλανδία και στη Γαλλία και διακρίθηκε την εποχή της βασιλείας της αυτοκράτειρας Ελισάβετ Πέτροβνας. Συνετέλεσε στην ανάπτυξη του πολεμικού ναυτικού της Ρωσίας. Την περίοδο αυτή συνδέθηκε με τη …

    Dictionary of Greek