ναυτικὰ ς

  • 51ντράγκον — Λέμβος μονότυπος για ιστιοπλοϊκούς αγώνες, διεθνούς και ολυμπιακής κλάσης· είναι σκάφος σφαιροειδές, ξύλινο με την καρίνα σε καρφωτή παρέκταση. Χαρακτηριστικά του ν. είναι: μήκος, εκτός επιφανείας, 8,90 μ.· πλάτος 1,97 μ.· βάρος, με πλήρη… …

    Dictionary of Greek

  • 52πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …

    Dictionary of Greek

  • 53ποινολόγιο — το, Ν 1. βιβλίο μαθητικών παραπτωμάτων 2. στρ. επίσημο βιβλίο τηρούμενο από κάθε ομάδα τών ενόπλων δυνάμεων, μέσα στο οποίο καταχωρίζονται οι επιβαλλόμενες ποινές τού στρατιωτικού προσωπικού 3. (εμπ. ναυτ.) βιβλίο που τηρείται από τα εμπορικά… …

    Dictionary of Greek

  • 54σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… …

    Dictionary of Greek

  • 55φορμορραφίς — ίδος, ἡ, Α είδος βελόνας με την οποία έραβαν ενδύματα, κυρίως ναυτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + ῥαφίς] …

    Dictionary of Greek

  • 56χρονόμετρο — Ρολόι ειδικής κατασκευής, για να επιτυγχάνεται μεγάλη ακρίβεια, η οποία διαπιστώνεται με δοκιμές από αναγνωρισμένους οργανισμούς ελέγχου (όπως π.χ. τα εργαστήρια του Νεσατέλ και της Γενεύης στην Ελβετία και της Μπρέρα στο Μιλάνο). Εκτός από τους… …

    Dictionary of Greek

  • 57Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 58Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης …

    Dictionary of Greek

  • 59Αιγαίο πέλαγος — Θαλάσσια λεκάνη (250.000 τ. χλμ.) της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας στα Δ και στα Β, της Τουρκίας στα Α και των νησιών Κρήτη και Ρόδος στα Ν. Με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ έχει μήκος περίπου 640 χλμ. και πλάτος 320 χλμ., μέσα …

    Dictionary of Greek

  • 60Βάμβας, Νεόφυτος — (Χίος 1770 – Αθήνα 1855). Λόγιος και διδάσκαλος του Γένους. Φιλομαθής και ανήσυχη φύση, ο Β. άλλαζε τόπο εγκατάστασης σχεδόν συνεχώς έως τα σαράντα του χρόνια (Χίο, Σίφνο, Πάτμο, Βλαχία, Κωνσταντινού πολη, Παρίσι) για να παρακολουθήσει τα… …

    Dictionary of Greek