ναυτίλλομαι
1ναυτίλλομαι — (ΑΜ ναυτίλλομαι) [ναυτίλος] είμαι ναυτίλος ασχολούμαι με τη ναυσιπλοΐα, θαλασσοπορώ νεοελλ. (το αρσ. μτχ. ως ουσ.) ο ναυτιλλόμενος ο εξ επαγγέλματος ασχολούμενος με την εμπορική ναυτιλία αρχ. (για το μαλάκιο ναυτίλος) πλέω …
2ναυτίλλομαι — είμαι ναυτικός, ταξιδεύω με πλοίο, κυρίως στη μτχ. ναυτιλλόμενος, η, ο ο επαγγελματίας ναυτικός, ο θαλασσοπόρος, αλλ. θαλασσινός, ναυτίλος: Οδηγίες για τους ναυτιλλομένους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ναυτιλλομένων — ναυτίλλομαι sail pres part mp fem gen pl ναυτίλλομαι sail pres part mp masc/neut gen pl …
4ναυτιλλόμεθα — ναυτίλλομαι sail pres ind mp 1st pl ναυτίλλομαι sail imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
5ναυτιλλόμενον — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc acc sg ναυτίλλομαι sail pres part mp neut nom/voc/acc sg …
6ναυτίλλεο — ναυτίλλομαι sail pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ναυτίλλομαι sail imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …
7ναυτίλλου — ναυτίλλομαι sail pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ναυτίλλομαι sail imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …
8ναυτιλλομένην — ναυτίλλομαι sail pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …
9ναυτιλλομένοις — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc/neut dat pl …
10ναυτιλλομένοισι — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …