ναυσι - κλυτός

  • 1τηλεκλυτός — ή, όν, Α τηλεκλειτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + κλυτός «ένδοξος» (< κλύω), πρβλ. ναυσι κλυτός] …

    Dictionary of Greek

  • 2ναυσικλυτός — ναυσικλυτός, όν (Α) ναυσικλειτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + κλυτός «ένδοξος»] …

    Dictionary of Greek