ναυμαχίῃ
1ναυμαχίη — ναυμαχία sea fight fem nom/voc sg (epic ionic) …
2ναυμαχίῃ — ναυμαχία sea fight fem dat sg (epic ionic) …
3επιγίγνομαι — ἐπιγίγνομαι και ἐπιγίνομαι (AM) [γίγνομαι] 1. γεννιέμαι μετά από κάποιον άλλο («oἱ επιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί» «οὐ γὰρ ἀΐδιός ἐστιν, ἀλλ ὕστερον ἐπιγέγονεν») 2. γίνομαι μετά από κάποιον ή κάτι («οὔπω πατὴρ ἦν, ὕστερον δ ἐπεγένετο πατήρ») 3.… …
4κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …
5ναυμαχία — Μάχη μεταξύ πλοίων, θαλασσομαχία. Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν ν. τη θεαματική αναπαράσταση μάχης, σε ειδική δεξαμενή, μεταξύ πλούσιων με δούλους ή καταδικασμένους σε θάνατο. Στην αρχαιότητα οι ν. γίνονταν με κύριο όπλο το έμβολο και οι πολεμιστές που… …
6προσπταίω — και επικ. και δωρ. τ. ποτιπταίω Α 1. πληγώνω κάτι με την πρόσκρουση του πάνω σε κάτι άλλο («προσπταίσας τις τὸν πόδα», Πλούτ.) 2. προσκρούω, πέφτω πάνω σε κάτι, σκοντάφτω 3. (για πλοία) συντρίβομαι, ναυαγώ («ὡς προσπταισάντων τῶν πρώτων… …