ναυκληρικά
1ναυκληρικός — ή, ό (Α ναυκληρικός, ή, όν) [ναύκληρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναύκληρο ή αυτός που προσιδιάζει σε ναύκληρο αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ναυκληρικά ναυκληρία …
1ναυκληρικός — ή, ό (Α ναυκληρικός, ή, όν) [ναύκληρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναύκληρο ή αυτός που προσιδιάζει σε ναύκληρο αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ναυκληρικά ναυκληρία …