ναρϑηκίζω
1ναρθηκίζω — (ΑΜ) [νάρθηξ] περιδένω σπασμένο μέλος τού σώματος μαζί με τεμάχια ή σχίζες τού φυτού νάρθηξ, κατασκευάζω, εφαρμόζω νάρθηκα σε κάταγμα αρχ. συνδέω σανίδα με πέταυρο, δηλαδή πατερό, δοκάρι …
2ναρθηκιζομένων — ναρθηκίζω splint a broken limb pres part mp fem gen pl ναρθηκίζω splint a broken limb pres part mp masc/neut gen pl …
3ναρθηκίζοντα — ναρθηκίζω splint a broken limb pres part act neut nom/voc/acc pl ναρθηκίζω splint a broken limb pres part act masc acc sg …
4ναρθηκιζέσθωσαν — ναρθηκίζω splint a broken limb pres imperat mp 3rd pl …
5ναρθηκίζειν — ναρθηκίζω splint a broken limb pres inf act (attic epic) …
6ναρθηκίζουσαι — ναρθηκίζω splint a broken limb pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …
7νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… …
8ναρθήκισμα — το (Α ναρθήκισμα) [ναρθηκίζω] περίδεση σπασμένου μέλους τού σώματος με ράβδους ή σχίζες τού φυτού νάρθηκας για να επιτυγχάνεται ακινησία, κν. καλάμωμα, κλάπωμα, φάσκιωμα αρχ. τεμάχιο ή σχίζα τού φυτού νάρθηξ …
9ναρθηκισμός — ο (Α ναρθηκισμός) [ναρθηκίζω] ναρθήκισμα αρχ. ιατρική επίκρουση ενός σημείου τού σώματος με διαγνωστικό σκοπό …