ναρκίσσινος
1ναρκίσσινος — ινη, ο (Α ναρκίσσινος ίνη, ον) [νάρκισσος] αυτός που προέρχεται ή είναι φτειαγμένος από το φυτό νάρκισσος («ναρκίσσινον ἔλαιον», Διοσκ.) αρχ. αυτός που έχει το χρώμα τού ναρκίσσου («στολή ναρκισσίνη», πάπ.) …
2ναρκίσσινον — ναρκίσσινος made of narcissus masc acc sg ναρκίσσινος made of narcissus neut nom/voc/acc sg …
3ναρκισσίνου — ναρκίσσινος made of narcissus masc/neut gen sg …
4ναρκισσίνους — ναρκίσσινος made of narcissus masc acc pl …
5ναρκισσίνῳ — ναρκίσσινος made of narcissus masc/neut dat sg …