ναούς

  • 111άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …

    Dictionary of Greek

  • 112ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… …

    Dictionary of Greek

  • 113ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… …

    Dictionary of Greek

  • 114αέτωμα — Αρχιτεκτονικός όρος. Α. ονομάζεται το τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού που βρίσκεται πάνω από τον θριγκό, στις δύο στενές πλευρές του ναού και αντιστοιχεί δομικά στον χώρο που περικλείουν οι δύο πλάγιες γραμμές της σαμαρωτής στέγης και η… …

    Dictionary of Greek

  • 115αβγοπανηγύρι — το η Παρασκευή τής Διακαινησίμου ή η εορτή τής Αναλήψεως, κατά τις οποίες στην περιοχή τής Λακωνίας πανηγυρίζουν στους ναούς τρώγοντας και προσφέροντας πασχαλινά αβγά στους ιερείς …

    Dictionary of Greek

  • 116αγιάτικος — η, ο [άγιος] 1. αυτός που είναι αφιερωμένος ή που ανήκει σε ναό, μοναστήρι ή άγιο 2. αδέσποτος, έρημος 3. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα αγιάτικα αδέσποτα κτήματα που δωρίζονται σε ναούς. Στη Μάνη ονομάζονται έτσι γενικά τα εγκαταλειμμένα κτήματα… …

    Dictionary of Greek

  • 117αγκαίνιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν εγκαινιάστηκε, ανεγκαινίαστος (για ναούς που δεν καθιερώθηκαν με την εκκλησιαστική τελετή τών εγκαινίων) 2. αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη, αμεταχείριστος, καινούργιος (για ρούχα, δοχεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ.… …

    Dictionary of Greek

  • 118αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …

    Dictionary of Greek

  • 119αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …

    Dictionary of Greek

  • 120ακραίος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 8 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σατρών. II Επίθετο που δινόταν στους θεούς ή τις θεές, που είχαν ναούς ή βωμούς σε βουνά, κορυφές ή υψώματα: Ακραία Ήρα στην Κόρινθο και το Αργός,… …

    Dictionary of Greek