ναμαραν

  • 1ναμαράν — (Α) λέξη αμφίβολης σημασίας, πιθ. λυχνοστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αμφίβολης σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη < συρ. menara με μετάθεση. Κατ άλλη, < αραμ. namara «στεφάνι»] …

    Dictionary of Greek