νακτός
1νακτός — νακτός, ή, όν (Α) 1. συμπυκνωμένος, πυκνός, συμπαγής, στερεός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νακτά οι «πίλοι», τα πιλήματα, δηλαδή μαλλιά συμπιεσμένα, υφάσματα από συμπιεσμένα μαλλιά, κν. κετσές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νακ τού ρ. νάσσω «πιέζω,… …
2νακτά — νακτός close pressed neut nom/voc/acc pl νακτά̱ , νακτός close pressed fem nom/voc/acc dual νακτά̱ , νακτός close pressed fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3νακτῆς — νακτός close pressed fem gen sg (attic epic ionic) …
4σύννακτος — ον, Α [συννάσσω] πάρα πολύ νακτός*, συμπυκνωμένος, πεπιεσμένος …
5χειρώνακτος — χειρώ̱νακτος , χειρῶναξ masc gen sg …