ναιδᾰμῶς

  • 1ναιδαμώς — ναιδαμῶς (Α) επίρρ. (κωμ. τ. τού ναι) μάλιστα, βεβαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ναι δαμῶς έχει σχηματιστεί < ναί, κατά τα μη δαμῶς, οὐ δαμῶς] …

    Dictionary of Greek

  • 2αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …

    Dictionary of Greek