ναεύω
1ναεύω — (Α) [ναός] καταφεύγω σε ναό …
2ναεύειν — ναεύω take sanctuary in a temple pres inf act (attic epic) …
3ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …