νίδες
1νίδες — και, κατά τον Ησύχ., νιΐδες (Α) (κατά τον Φώτ.) «αἰδοῑα ἤ ὀρχίδια παιδίων». [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. είναι σικελικής προέλευσης] …
2εὔνιδες — εὖνις 1 reft of masc/fem nom/voc pl εὔ̱νιδες , εὖνις 2 bedfellow fem nom/voc pl …
3νεάνιδες — νεά̱νιδες , νεᾶνις girl fem nom/voc pl …
4Τιτανίδες — Τῑτᾱνίδες , Τιτανίς fem nom/voc pl …
5Ἑλλανίδες — Ἑλλᾱνίδες , Ἑλληνίς Grecian woman fem nom/voc pl (doric) …