νήϊα
1νηία — νηίᾱ , νήιος fem nom/voc/acc dual νηίᾱ , νήιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νηίᾱ , νηιος of fem nom/voc/acc dual νηίᾱ , νηιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2Νήια — Νήϊα , Νήϊον neut nom/voc/acc pl …
3νήια — νήιος neut nom/voc/acc pl νήιος neut nom/voc/acc pl νηιος of neut nom/voc/acc pl …
4νήιος — νήϊος, ΐη, ον θηλ. και ος, αττ. τ. νεῑος, α, ον, δωρ. τ. νάϊος, ΐα, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλοίο ή που είναι κατάλληλος για την κατασκευή πλοίου («νήϊα ξύλα», Ησίοδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νήϊα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
5SAMOS — I. SAMOS oppid. Magnae Graeciae, apud oram Calabriae ulterioris Lycophr. Steph. nunc Crepacuore Barrio, apud Locros, seu Hieracium Urbem, inde 6. mill. pass. in Boream, ubi Pythagoras habitâsse dicitur. II. SAMOS vulgo SAMO hodieque a fluv.… …
6δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …
7ξυνήια — ξῡνήια , ξυνήιος common neut nom/voc/acc pl ξυνήϊα , σύνειμι 2 ibo go imperf ind act 1st sg (epic ionic) …