νήσῳ

  • 41νήστης — (I) νήστης, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. νήστειρα) αυτός που νηστεύει, νηστευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού νῆστις με κατάλ. της. Ο τ. νήστειρα < νήστης + επίθημα ειρα (πρβλ. λῄστ ειρα, μνήστ ειρα)]. (II) νήστης, ὁ (Α) αυτός που κλώθει, που γνέθει. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 42περιορίζω — ΝΜΑ [ορίζω] 1. θέτω όρια γύρω από κάτι, περικλείω κάτι μέσα σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «ἄνευ τοῡ περιορίζοντος» χωρίς όριο, χωρίς σύνορο, Πλούτ.) 2. θέτω όρια, βάζω φραγμούς σε κάτι, μετριάζω (α. «περιορίζω τα έξοδά μου» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 43συναπαρτίζω — ΝΜΑ απαρτίζω, συνθέτω κάτι από πολλά μέρη ή στοιχεία αρχ. 1. καθιστώ κάτι άρτιο μαζί με κάποιον 2. έχω το ίδιο μέγεθος με άλλον («αἱ Κάνναι... ἀντίκεινται τῇ νήσῳ καὶ συναπαρτίζουσι», Στράβ.) 3. (αμτβ.) α) είμαι ανάλογος, σύμμετρος προς κάποιον ή …

    Dictionary of Greek

  • 44ύω — Α 1. ρίχνω βροχή, βρέχω («ὗε δ ἄρα Ζεὺς συνεχές», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ εν. ως απρόσ.) ὕει βρέχει («ἑπτὰ δὲ ἐτέων μετὰ ταῡτα οὐκ ὗε τὴν Θηρήν», Ηρόδ.) 3. (συν. με σύστοιχο αντικ.) ρίχνω σαν βροχή («βατράχους... ὗσεν ὁ θεός», Αθήν.) 4. μέσ. ὕομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 45Διακρούσης, Άνθιμος — (17ος αι.). Λόγιος και κληρικός. Είναι γνωστός και με το προσωνύμιο Ακάκιος. Καταγόταν από την Κεφαλονιά, αλλά έζησε έως το 1645 στην Κυδωνία, έπειτα στην Κρήτη και, τελικά, εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Εκεί επιμελήθηκε την ανατύπωση έργων του… …

    Dictionary of Greek

  • 46Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …

    Dictionary of Greek

  • 47Μπουνιαλής, Μαρίνος Τζάνες — (17ος αι.). Ποιητής. Έγραψε ένα μεγάλο ποίημα 12 χιλιάδων στίχων μέτριας ποιητικής αξίας, αλλά το οποίο θεωρείται μνημείο της δημοτικής. Το ποίημα τιτλοφορείται Διήγησις διά στίχων του δεινού πολέμου του εν τη νήσω Κρήτη γενομένου. Στο πατριωτικό …

    Dictionary of Greek

  • 48κινησῶ — κῑνησῶ , κινέω set in motion fut ind act 1st sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 49(s)nē- and (s)nēi- —     (s)nē and (s)nēi     English meaning: to sew together, to web, spin     Deutsche Übersetzung: “Fäden zusammendrehen, with dem Faden hantieren”, daher “weben, spinnen” and “ sew “     Note: (maybe from dem present snē i̯ō; or umgekehrt snē… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 50АРСЕНИЙ ПАРОССКИЙ — Прп. Арсений Паросский. Икона. XX в. Прп. Арсений Паросский. Икона. XX в. (Новый) (Сергиадис; 31.01.1800 31.01. 1877), прп. (пам. греч. 31 янв., 18 авг. перенесение мощей), в Крещении Афанасий. Род. в г. Янина (Эпир) в благочестивой семье, рано… …

    Православная энциклопедия