νήπια
1νηπία — νηπίᾱ , νήπιος infant fem nom/voc/acc dual νηπίᾱ , νήπιος infant fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) νηπίᾱ , νηπιάα fem nom/voc/acc dual νηπίᾱ , νηπιάα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2νηπίᾳ — νηπίᾱͅ , νήπιος infant fem dat sg (attic doric ionic aeolic) νηπίαι , νηπιάα fem nom/voc pl νηπίᾱͅ , νηπιάα fem dat sg (attic doric aeolic) …
3νήπια — νήπιος infant neut nom/voc/acc pl …
4νηπίας — νηπίᾱς , νήπιος infant fem acc pl νηπίᾱς , νήπιος infant fem gen sg (attic doric ionic aeolic) νηπίᾱς , νηπιάα fem acc pl νηπίᾱς , νηπιάα fem gen sg (attic doric aeolic) …
5νηπιάσας — νηπιά̱σᾱς , νηπιάζω to be as a babe fut part act fem acc pl (doric) νηπιά̱σᾱς , νηπιάζω to be as a babe fut part act fem gen sg (doric) νηπιάσᾱς , νηπιάζω to be as a babe aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
6νηπίαν — νηπίᾱν , νήπιος infant fem acc sg (attic doric ionic aeolic) νηπίᾱν , νηπιάα fem acc sg (attic doric aeolic) …
7νηπιάσαι — νηπιά̱σᾱͅ , νηπιάζω to be as a babe fut part act fem dat sg (doric) νηπιάζω to be as a babe aor inf act νηπιάσαῑ , νηπιάζω to be as a babe aor opt act 3rd sg …
8νήπι' — νήπια , νήπιος infant neut nom/voc/acc pl νήπιε , νήπιος infant masc voc sg νήπιαι , νήπιος infant fem nom/voc pl …
9νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… …
10νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… …