νήπια
51ύλαγμα — άγματος, και ὕλασμα, άσματος, τὸ, Α 1.το γάβγισμα τού σκυλιού, υλακή 2. στον πληθ. τὰ ὑλάγματα μτφ. αισχρά λόγια 3. φρ. «νήπια ὑλάγματα» μτφ. λόγια δηλωτικά οργής, θυμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω» με ουρανική εκφραστική… …
52ακροδυνία — Πάθηση άγνωστης αιτιολογίας που συνοδεύεται από ποικίλα εξωτερικά συμπτώματα, όπως κνησμό, μυρμηκιάσεις, ερυθήματα του δέρματος, οιδήματα και γενικές διαταραχές, όπως κρίσεις άφθονης εφίδρωσης, ταχυκαρδία, υπέρταση, ψυχικές διαταραχές που… …
53Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …
54Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …
55παιδικός σταθμός — Ειδικό παιδαγωγικό ίδρυμα που δέχεται, κατά κανόνα, παιδάκια 3 5 ετών, δηλαδή πριν από το δημοτικό σχολείο. Η εμφάνισή του, μετά το προηγούμενο των αιθουσών φύλαξης, είναι εντελώς σύγχρονη, συνδεδεμένη με την εμφάνιση και διάδοση του… …
56Τλάλοκ — Μεξικανός προαζτεκικός θεός, που αντιστοιχεί με τον θεό Τσακ των Μάγια. Τόσο ο Τ. όσο και ο Τσακ θεωρούνταν ως ένας και ως τέσσερις (σε σχέση με τα 4 σημεία του ορίζοντα). Ο Τ. ήταν βασικά θεός της βροχής, που έμελλε να διοικήσει τον τρίτο από… …
57βατσίνα — η το εμβόλιο κατά της ευλογιάς: Όλα τα νήπια κάνουν υποχρεωτικά βατσίνα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
58βρεφονηπιακός — ή, ό αυτός που ασχολείται με τα βρέφη ή αναφέρεται στα βρέφη ή σχετίζεται με τα βρέφη και τα νήπια: Βρεφονηπιακός σταθμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
59βρεφονηπιοτρόφος — ο, η αυτός που κατ’ επάγγελμα περιποιείται βρέφη και νήπια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
60πεταρούδι — το ιού, το μικρό πουλί, ο νεοσσός: Όλα τα νήπια μαζεύτηκαν σαν πεταρούδια γύρω από τη δασκάλα τους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)