νήπια

  • 41πελαγιανισμός — Χριστιανική αίρεση, που εμφανίστηκε στη Δύση και πήρε το όνομά της από τον Άγγλο μοναχό Πελάγιο (περ. ; 354 – περ. ; 427), ο οποίος φτάνοντας στη Ρώμη στα τέλη του 4ου αι. άρχισε να διαδίδει τη διδασκαλία του με θεολογικά συγγράμματα, μεταξύ των… …

    Dictionary of Greek

  • 42πυρετικός — ή, ό / πυρετικός, ή, όν, ΝΑ [πυρετός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό («πυρετικοί σπασμοί» επεισόδια σπασμών τα οποία παρουσιάζονται σε βρέφη και νήπια ηλικίας μεταξύ 6 μηνών και 5 ετών κατά τη διάρκεια εμπύρετων καταστάσεων, εκτός από… …

    Dictionary of Greek

  • 43σείν — Α ηχομιμητική λέξη με την οποία οι τροφοί παρακινούσαν τα νήπια να ουρήσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] …

    Dictionary of Greek

  • 44σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 45στράτα — η, ΝΜΑ στρωμένη οδός, δρόμος νεοελλ. 1. πορεία, διαδρομή, («καλή στράτα» ευχή σε εκείνους που ξεκινούν για ταξίδι) 2. μτφ. τρόπος («με πόσες στράτες μάς γελά [ενν. ο έρωτας]», Ερωτόκρ.) 3. στρατούλα, περπατούρα 4. φρ. α) «κάνω στράτα ή στράτες»… …

    Dictionary of Greek

  • 46στρατουλίζω — Ν [στρατούλα] (για νήπια) αρχίζω να κάνω τα πρώτα μου βήματα …

    Dictionary of Greek

  • 47στρατούλα — η, Ν [στράτα] 1. υποκορ. μικρός δρόμος, δρομάκι 2. (ιδίως για τα νήπια) τα πρώτα βήματα 3. τετράπλευρο τροχοφόρο κιγκλίδωμα χρήσιμο για την υποβοήθηση τών νηπίων στα πρώτα τους βήματα, αλλ. περπατούρα …

    Dictionary of Greek

  • 48τραχηλιά — η / τραχηλέα, ΝΜ, και τραχηλιά Μ νεοελλ. 1. (για ένδυμα) το γύρω από τον τράχηλο μέρος και, ιδίως, το άνοιγμα τού πουκαμίσου που βρίσκεται γύρω από τον λαιμό 2. (σχετικά με νήπια) σαλιάρα 3. (σχετικά με υποζύγια) πλατύ περιλαίμιο 4. τεμάχιο… …

    Dictionary of Greek

  • 49ψέλλισμα — το, ΝΑ [ψελλίζω] νεοελλ. το αποτέλεσμα τού ψελλίζω, δυσχέρεια στην άρθρωση τών λέξεων αρχ. (κυρίως για νήπια) ασαφής, άναρθρος λόγος …

    Dictionary of Greek

  • 50ψελλίζω — ΝΑ [ψελλός] προφέρω δύσκολα τις λέξεις, δυσκολεύομαι να μιλήσω λόγω φυσικού ελαττώματος νεοελλ. μιλώ σαστισμένα, κομπιάζω αρχ. 1. (για νήπια) αρθρώνω τις πρώτες λέξεις («τὸ μὲν γὰρ πρῶτον ὅλως οὐδὲ λαλοῡμεν οὐδέν, εἶτα ὀψέποτε ψελλίζομεν»,… …

    Dictionary of Greek