νήπια

  • 31λαβδακισμός — ο (Α λαβδακισμός) [λαβδακίζω] 1. η συχνή χρήση τού λ 2. ελαττωματική άρθρωση και προφορά τού φθόγγου Λ, ως υγρού ως γ ή παχέος ως διπλού λλ ή τού φθόγγου ρ όπως τα νήπια: νελό αντί νερό …

    Dictionary of Greek

  • 32μαμμάν — μαμμᾱν (Α) [μάμμη] 1. νηπιακή λέξη για την τροφή 2. φρ. «μαμμᾱν αἰτεῑν» (για τα νήπια) αναζήτηση τροφής, μαμ μαμ …

    Dictionary of Greek

  • 33μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής …

    Dictionary of Greek

  • 34νανούρισμα — Τραγούδι με το οποίο αποκοιμούνται τα νήπια.Τα ν. αποτελούνται, σε όλους τους λαούς, από διάφορες επιφωνήσεις που απαγγέλλονται ή τραγουδιούνται σε ήρεμο τόνο. Παρόμοιες επιφωνήσεις είναι και των Ελληνίδων μητέρων: νάνι νάνι, νάνα νάνα, νούνα… …

    Dictionary of Greek

  • 35νηπιοκτόνος — ο (Α νηπιοκτόνος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που φονεύει νήπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο κτόνος, παιδοκτόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 36νηπιοπρεπής — νηπιοπρεπής, ές (ΑΜ) αυτός που αρμόζει σε νήπια αρχ. κατάλληλος για εκείνον που εισέρχεται για πρώτη φορά στην πνευματική ζωή τού χριστιανισμού, για τον αρχάριο στη ζωή τής Εκκλησίας. επίρρ... νηπιοπρεπῶς (Μ) με τρόπο που αρμόζει σε νήπιο,… …

    Dictionary of Greek

  • 37νηπιοτροφώ — νηπιοτροφῶ, έω (Α) ανατρέφω νήπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + τροφῶ (< «τρόφος < τρέφω), πρβλ. κτηνο τροφώ, παιδο τροφώ] …

    Dictionary of Greek

  • 38οδοντοφυώ — (Α ὀδοντοφυῶ, έω) (για νήπια και παιδιά) βγάζω δόντια («τὰ δὲ παιδία ἑβδόμῳ μηνὶ ἄρχονται ὀδοντοφυεῑν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + φυῶ (< φυής < φύομαι), πρβλ. τριχο φυώ] …

    Dictionary of Greek

  • 39οικούριος — οἰκούριος, ία, ον, θηλ. και ος, δωρ. τ. οἰκόριος, ία, ον (Α) [οικουρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιμέλεια τού σπιτιού 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰκούρια α) αμοιβή για την επιμέλεια τού σπιτιού («τοιάδ Ἡρακλής... οἰκούρι… …

    Dictionary of Greek

  • 40οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …

    Dictionary of Greek