νέτωπον
1νέτωπον — νέτωπον, τό (ΑΜ, Α και νίωπον και νετώπιον) λάδι απο πικραμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης και συνδέεται με εβραϊκό nātār, αραμαϊκό netāpā, nātōpā «σταγόνα από αρωματικό ρετσίνι»] …
2νέτωπον — oil of bitter almonds neut nom/voc/acc sg …
3νετώπου — νέτωπον oil of bitter almonds neut gen sg …
4νετώπῳ — νέτωπον oil of bitter almonds neut dat sg …
5νίωπον — νίωπον, τὸ (Α) βλ. νέτωπον …