νέμομαι

  • 1νέμομαι — βλ. πίν. 2 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2νέμομαι — κατέχω και καρπώνομαι τα ωφελήματα από κάτι: Νέμεται την περιουσία των ορφανών παιδιών …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3νέμομαι — νέμω deal out pres ind mp 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4αγαλτέρω — Οικονομικός όρος που προέρχεται από τη βενετσιάνικη φράση dar a galder (= δίνω για επικαρπία). Λέγεται και αγαλτιέρω, αγαλτέρνω και γαλτέρνω. Στη Βενετία χρησιμοποιούσαν και την έκφραση istromento a galder. Η επικαρπία κτήματος δίνεται για… …

    Dictionary of Greek

  • 5αγρονόμος — (I) ο, (Α ἀγρονόμος) νεοελλ. 1. επιστήμονας καλλιεργητής που ασχολείται με τις μεθόδους τής προσφορότερης εκμετάλλευσης τών αγρών 2. υπαλληλικός βαθμός στην αγροφυλακή αρχ. μέλος αρχής επιφορτισμένης με την τήρηση τής τάξης στην ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 6αγρόνομος — ἀγρόνομος, ον (Α) (για τόπους) αυτός που παρέχει άνετη βοσκή, που μπορούν να τόν βοσκήσουν εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + νέμομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 7αιγίνομος — αἰγίνομος, ον (Α) αυτός που τρώγεται από τις κατσίκες «αἰγίνομος βοτάνη» (Α. Π. 9, 217), χορτάρι που τό τρώνε οι κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ. –γὸς + νομος < νέμομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 8διακατέχω — (Α διακατέχω) έχω στην κατοχή μου και νέμομαι κάτι αρχ. 1. αναχαιτίζω, αναστέλλω 2. συντηρώ 3. κατοικώ 4. καταλαμβάνω …

    Dictionary of Greek

  • 9επικαρπούμαι — όομαι και ἐπικαρπώνομαι 1. (νομ.) έχω ή παίρνω την επικαρπία ενός πράγματος 2. γεν. καρπώνομαι, εκμεταλλεύομαι, νέμομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπούμαι «φέρω καρπό, απολαμβάνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 10κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …

    Dictionary of Greek