νέκρωση

  • 31πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… …

    Dictionary of Greek

  • 32παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της …

    Dictionary of Greek

  • 33πνευμονικός — ή, ό / πνευμονικός, ή, όν ΝΜΑ [πνεύμων, ονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, λειτουργία ή νόσο (α. «πνευμονική φυματίωση» β. «πλήρωσις τοῡ τόπου τοῡ πνευμονικοῡ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… …

    Dictionary of Greek

  • 34ράβδωση — η / ῥάβδωσις, ώσεως, η, ΝΜΑ [ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω] μακρά και στενή εγγλυφή ή ανάγλυφη προεξοχή σε στερεά ύλη, και, ιδίως, κατακόρυφη αυλάκωση στον κορμό κίονα ή παραστάδας («ἡ γὰρ τῶν λίθων σύνθεσις ἑτέρα τῆς τοῡ κίονος ῥαβδώσεως», Αριστοτ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 35ραδιονέκρωση — η, Ν η καταστροφή ιστών λόγω επενέργειας ακτινών Χ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radionecrosis (< λατ. radius «ακτίνα» + νέκρωση)] …

    Dictionary of Greek

  • 36ριζομανία — η, Ν (φυτοπαθολ.) ασθένεια τού ζαχαρότευτλου που οφείλεται σε ιό και χαρακτηρίζεται από μείωση τού μεγέθους τής ρίζας, έντονη ριζογένεση, νέκρωση τών νευρώσεων τών φύλλων και εμφάνιση μωσαϊκού στα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 37στεατονέκρωση — η, Ν ιατρ. νέκρωση τού λιπώδους ιστού τού περιτοναίου και τού μείζονος επιπλόου υπό μορφή λευκοκίτρινων κηλίδων, η οποία αποτελεί παθογνωμονική αλλοίωση επί οξείας αιμορραγικής παγκρεατίτιδας …

    Dictionary of Greek

  • 38συννέκρωσις — ώσεως, ἡ, Α [συννεκρῶ] ταυτόχρονη ή από κοινού νέκρωση …

    Dictionary of Greek

  • 39σφακέλωση — η, Ν [σφακελούμαι] ιατρ. νέκρωση ιστών ως αποτέλεσμα γάγγραινας …

    Dictionary of Greek

  • 40σφακελισμός — ο, ΝΜΑ [σφακελίζω] σήψη τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την εξασθένηση και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων μσν. (σχετικά με ίππους) επιληψία αρχ. 1. γάγγραινα, νέκρωση 2. αναισθησία μερών τού σώματος από ψύξη 3. μεγάλη λύπη …

    Dictionary of Greek