νέκρωση

  • 21κυτταροστεατονέκρωση — ή κυτοστεατονέκρωση, η ιατρ. νέκρωση τών λιπωδών κυττάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυτταροστεατονέκρωση είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytosteatonecrose < cyto (βλ. κυτταρο ) + steato < στέαρ, στέατ ος + necrose <… …

    Dictionary of Greek

  • 22μαλάκυνση — η (Α μαλάκυνσις) [μαλακύνω] το να γίνεται κάτι μαλακό, το μαλάκωμα νεοελλ. 1. εκθήλυνση 2. ιατρ. ελάττωση και, μερικές φορές, πλήρης σχεδόν κατάργηση τής συνοχής τών στοιχείων ενός ιστού ως συνέπεια νεκροβίωσης, η οποία ακολουθεί συχνά την… …

    Dictionary of Greek

  • 23μουμιοποίηση — Μέθοδος η οποία αποβλέπει στη συντήρηση του σώματος του νεκρού και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς, αρχαίους και σύγχρονους. Η μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους με τη θερμότητα (αποξήρανση του πτώματος με τον καπνό ή την έκθεση στην …

    Dictionary of Greek

  • 24νεκροβίωση — η ιατρ. κατάσταση κατά την οποία επέρχεται βραδεία νέκρωση ιστού και κατά την οποία τα νεκρωμένα στοιχεία είναι ανεκτά από τα ζώντα στοιχεία τού περιβάλλοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrobiosis < necro (< νεκρός) + biosis… …

    Dictionary of Greek

  • 25νεκρωμός — ο (Μ νεκρωμός) [νεκρώνω] νεοελλ. νέκρωμα μσν. νέκρωση, θανάτωση …

    Dictionary of Greek

  • 26οστεομυελίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονώδης εξεργασία, η οποία προσβάλλει όλους τους ιστούς που συγκροτούν το οστό, δηλαδή το κυρίως οστό και τον μυελό. Κύριο αίτιο είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, αλλά ο. μπορεί να προκληθεί και από άλλα μικρόβια, όπως ο στρεπτόκοκκος …

    Dictionary of Greek

  • 27οστεονέκρωση — η ιατρ. νέκρωση τού οστίτη ιστού η οποία μπορεί να είναι αποτέλεσμα λοίμωξης, όπως στην οστεομυελίτιδα, ή έλλειψης αιμάτωσης, όπως σε περιπτώσεις κατάγματος, εξαρθρήματος, νόσου τών δυτών κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεονέκρωσις,… …

    Dictionary of Greek

  • 28οσφυόπληγμα — το (κτην.) τραυματική βλάβη τής οσφυϊκής χώρας τών ιπποειδών που προέρχεται από μωλωπισμούς και μπορεί να προκαλέσει νέκρωση τών σπονδύλων …

    Dictionary of Greek

  • 29ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …

    Dictionary of Greek

  • 30πάγκρεας — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει μήκος 14 18 εκ., βάρος 60 100 γρ. και είναι προσαρτημένος στο δωδεκαδάκτυλο. Βρίσκεται πίσω από το στομάχι και μπροστά από τους πρώτους οσφυϊκούς σπονδύλους. Το δεξιό του μέρος, που ονομάζεται κεφαλή,… …

    Dictionary of Greek