Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

νέα

  • 1 новость

    новост||ь
    ж
    1. τό νέον, τό καινούργιο, ὁ νεωτερισμός:
    \новостьи науки τά νέα τῆς ἐπιστήμης· это не \новость, что... δέν εἶναι τίποτε τό καινούργιο·
    2. (известие) ἡ είδησις, τά νέα, τό μαντάτο:
    какие \новостьи? τί νέα;, τι μαντάτα;, τί νεώτερα;· приятные \новостьи τά καλά μαντάτα, τά εὐχάριστα νέα· плохие \новостьи τά δυσάρεστα νέα· ◊ вот еще \новостьи! разг ἀλλο πάλι τοῦτο!

    Русско-новогреческий словарь > новость

  • 2 новый

    но́в||ый
    прил
    1. νέος καινούρ(γ)ιος / πρόσφατος (недавний):
    \новый костюм ἡ καινούρια φορεσιά· \новый дом τό νεόκτιστο σπίτι· \новыйое открытие ἡ νέα ἀνακάλυψη, ἡ νέα ἐφεύρεση· это чго́-то \новыйсе αὐτό εἶναι κάτι τό καινούργιο· \новый номер журнала τό νέο τεῦχος περιοδικού· Новый год τό Νέον ἐτος, ἡ πρωτοχρονιά· что \новыйого? τί νέα;, τί νεώτερα;· ничего́ \новыйого τίποτε τό νεώτερο·
    2. (современный) νέος, μοντέρνος, σύγχρονος· ◊ вписать \новыйую страницу в науку γράφω νέα σελίδα στήν ἐπιστήμη· \новыйая история ἡ ἰστορία τῶν νέων χρόνων \новый завет рел. ἡ Καινή Διαθήκη.

    Русско-новогреческий словарь > новый

  • 3 новоселье

    новоселье
    с
    1. (новое жилище) ἡ νέα κατοικία, ἡ νέα ἐγκατάστασις, τό νεό-σπιτο·
    2. (празднество) τά ἐγκαίνια νέας κατοικίας:
    справлять \новоселье γιορτάζω τήν ἐγκατάσταση σέ νέα κατοικία

    Русско-новогреческий словарь > новоселье

  • 4 новый

    επ., βρ: нов
    -а, -о; новейший.
    1. νέος, καινούριος•

    новый дом καινούριο σπίτι•новыйое платье καινούριο φόρεμα•

    -ое издание νέα έκδοση•

    -ые знакомства καινούριες γνωριμίες•

    новый учитель καινούριος δάσκαλος (στη θέση του προηγούμενου)•

    -ые времена νέοι καιροί•

    -ая жизнь νέα ζωή•

    новый картофель πατάτες νέας σοδειάς•

    -ая история ιστορία νεοτέρων χρόνων•

    -ые лица καινούρια πρόσωπα (άνθρωποι).

    2. πρόσφατος, τελευταίος•

    -ые события τελευταία γεγονότα•

    что -ого? τι το νεότερο;•

    ни-чегб -ого τίποτε το νεότερο.

    3. άγνωστος μέχρι τώρα•

    -ые впечатления νέες εντυπώσεις•

    я видел -ое животное είδα καινούριο ζώο.

    4. μοντέρνος, σύγχρονος•

    новый фасон καινούριο μοντέλο (κόψιμο).

    5. ουσ. ουδ. -ое το νέο, το καινούριο•

    борьба -ого со старым αγώνας του καιγούριου με το παλαιό.

    εκφρ.
    новый завет – η Καινή Διαθήκη•
    новый стиль – καινούριο ημερολόγιο•
    - ая -экономическая политика – νέα οικονομική πολιτική•
    вот (ещё) -ое дело! – να κι ένα καινούριο! (που δεν το περιμέναμε).

    Большой русско-греческий словарь > новый

  • 5 осваивать

    αφομοιώνω, απορροφώ, αξιοποιώ, μαθαίνω
    - новую технологию - την νέα/καινούρ(γ)ια τεχνολογία
    - новые земли καλλιεργώ νέα εδάφη, εκχερσώνω νέες εκτάσεις

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осваивать

  • 6 выйти

    выйти 1) εξέρχομαι, βγαίνω \выйти на улицу βγαίνω στο δρό μο все вышли? όλοι βγήκαν; 2) (появиться) εκδίδομαι, βγαίνω вышла из печати но вая книга εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο вышел новый фильм βγήκε μια νέα ταινία 3) (удать ся ) πετυχαίνω у меня ничего не вышло δεν το πέτυχα ◇ \выйти замуж παντρεύομαι (για γυναί κα) \выйти из моды βγαίνω από τη μόδα
    * * *
    1) εξέρχομαι, βγαίνω

    вы́йти на у́лицу — βγαίνω στο δρόμο

    все вы́шли? — όλοι βγήκαν

    2) ( появиться) εκδίδομαι, βγαίνω

    вы́шла из печа́ти но́вая кни́га — εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο

    вы́шел но́вый фильм — βγήκε μια νέα ταινία

    3) ( удаться) πετυχαίνω

    у меня́ ничего́ не вы́шло — δεν το πέτυχα

    ••

    вы́йти за́муж — παντρεύομαι (για γυναίκα)

    вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα

    Русско-греческий словарь > выйти

  • 7 Новая Гвинея

    Русско-греческий словарь > Новая Гвинея

  • 8 Новая Зеландия

    Русско-греческий словарь > Новая Зеландия

  • 9 новолуние

    новолуние с η νέα σελήνη, το νέο φεγγάρι
    * * *
    с
    η νέα σελήνη, το νέο φεγγάρι

    Русско-греческий словарь > новолуние

  • 10 Нью-Йорк

    Нью-Йорк г. Νέα Υόρκη η
    * * *
    г. Νεά Υόρκη η

    Русско-греческий словарь > Нью-Йорк

  • 11 рекорд

    рекорд м το ρεκόρ, η επίδοση; το πρωτάθλημα (τκ. спорт.)· побить \рекорд καταρρίπτω (или σπάζω) ρεκόρ; установить новый \рекорд σημειώνω νέα επίδοση (или νέο ρεκόρ)
    * * *
    м
    το ρεκόρ, η επίδοση; το πρωτάθλημα (тк. спорт.)

    поби́ть реко́рд — καταρρίπτω ( или σπάζω) ρεκόρ

    установи́ть но́вый реко́рд — σημειώνω νέα επίδοση ( или νέο ρεκόρ)

    Русско-греческий словарь > рекорд

  • 12 красный

    красн||ый
    прил в разн. знач. κόκκινος, ἐρυθρός:
    Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός, ὁ 'Ερυθρός Στρατός· \красныйое знамя ἡ κόκκινη σημαία, ἡ ἐρυθρά σημαία· \красныйая гли́на τό κοκκινόχωμα, ἡ ἐρυθρά ἄργιλλος· \красныйая капуста τό κόκκινο λάχανο· \красный перец τό κόκκινο πιπέρι· ◊ \красныйая доска ὁ κόκκινος πίνακας, ὁ πίνακας τιμής· \красный уголо́к ἡ κόκκινη γωνιά, ἡ αίθουσα (δωμάτιο) ἐκπολιτισμοῦ· \красныйое вино τό μαΰρο (или τό κόκκινο) κρασί· \красныйое дерево τό ἀνακάρδιο, τό μαόνι, τό ἀκάϊον \красныйая рыба τό κοκκινόψα-ρο, τό ἐρυθρόψαρο· \красныйая строка ἡ νέα παράγραφος· с \красныйой строки ἀρχίζω μέ νέα παράγραφο· \красныйая цени ἡ καλή τιμή· \красныйая девица ἡ ὀμορφη κοπέλλα, ἡ λυγερή· Красная Шапочка (в сказке) ἡ Κοκκινοσκουφίτσα· ради \красныйого словца разг γιά νά κάνει πνεύμα· проходить \красныйой ни́тыо διαποτίζω ἀπ' ἀρχής μέχρι τέλους, προβάλλω, κυριαρχώ· долг платежом красен погов. -г·· τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο.

    Русско-новогреческий словарь > красный

  • 13 переоценка

    переоценка
    ж
    1. (слишком высокая оценка) ἡ ὑπερτίμηση [-ις]·
    2. (новая оценка) ἡ ἀνατίμηση [-ις], ἡ ἐπανεκτίμηση [-ις], ἡ νέα διατίμηση; \переоценка ценностей перен ἡ νέα ἀξιολόγηση.

    Русско-новогреческий словарь > переоценка

  • 14 молодой

    επ., βρ: молод, молода, молодо; моложе.
    1. νέος, νιος, νεαρός•

    молодой парень νεαρό παλικάρι•

    -ое поколение η νέα γενιά•

    -бе дерево δεντράκι.

    2. καινούριος•

    молодой месяц καινούριο φεγγάρι, νέα σελήνη•

    молодой картофель οι φρέσκες πατάτες (καινούριας σοδειάς)•

    -ое вино νέο (φετινό) κρασί.

    3. ουσ. πλθ. -ые βλ. молодожны.
    εκφρ.
    молодой человек – (κλήση) νεαρέ•
    из -ых, да ранний – από μικρός, από τα μικράτα, παιδιόθεν (κυρίως με αρνητική! σημασία)•
    молодо-зелно – (απλ.) άπειρο (ανώριμο) παιδί.

    Большой русско-греческий словарь > молодой

  • 15 насаждать

    ρ.δ. (γραπ. λόγος) εμφυτεύω, εισάγω, εμβάλλω•

    насаждать новое учение εισάγω νέα διδασκαλία•

    насаждать новую технику εισάγω νέα τεχνική.

    φυτεύομαι. || τοποθετούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > насаждать

  • 16 новинка

    θ.
    το νέο, το καινούριο•

    книжные -и καινούρια βιβλία•

    -и науки и техники τα νέα της επιστήμης και της τεχνικής•

    -и парижской моды τα νέα της παρισινής μόδας.

    εκφρ.
    в -у – στην αρχή, για πρώτη φορά•
    вам уж это надоело, а мне в -у – εσείς πια το βαρεθήκατε, όμως για μένα είναι καινούριο.

    Большой русско-греческий словарь > новинка

  • 17 передислоцировать

    -рую, -руешь ρ.σ.μ. (στρατ.) κάνω νέα διάταξη, αλλάζω τη διάταξη ανακατατάσσω.
    ανακατατάσσομαι, υπόκειμαι σε νέα διάταξη.

    Большой русско-греческий словарь > передислоцировать

  • 18 слышно

    επίρ.
    1. ακουστικά• ακουστά•

    жадно и слышно глотать воду λαίμαργα και ακουστά καταπίνω νερό.

    2. ως κατηγ. ακούεται, είναι ακουστός•

    отсюда хорошо слышно всех ораторов απεδώ μπορείς ν' ακούς καλά όλους τους ρήτορες•

    мне вас не слышно δεν ακούεσαι (δε σας ακούω)•

    никого не слышно δεν ακούεται κανένας•

    -вам, что говорят? ακούτε τι λένε;

    3. υπάρχουν πληροφορίες, ειδήσεις•

    о нём давно ничего не слышно καιρό έχομε να μάθομε κάτι γι αυτόν•

    что слышно нового? τι νέα ακούσατε;•

    что у вас -? τι ακούσατε; τι νέα έχετε;

    4. (ωζ παρνθ. λ.) ακούεται, λέγεται•, что будет хороший урожай λένε, πως θα έχομε καλή σο-δε ιά.

    Большой русско-греческий словарь > слышно

  • 19 новолуние

    η νέα Σελήνη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > новолуние

  • 20 потомство

    1. (новое поколение по отношению к старшему) η νέα γενεά 2. см. потомок( во 2 знач).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потомство

См. также в других словарях:

  • Νέα — Νέᾱ , Νέη fem nom/voc/acc dual Νέᾱ , Νέη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέα — νέα, ἡ (Α) βλ. νειός …   Dictionary of Greek

  • νέα — ναῦς ship fem acc sg (epic ionic) νέᾱ , νέα fem nom/voc/acc dual νέᾱ , νέα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νέος young neut nom/voc/acc pl νέᾱ , νέος young fem nom/voc/acc dual νέᾱ , νέος young fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέᾳ — νέαι , νέα fem nom/voc pl νέᾱͅ , νέα fem dat sg (attic doric aeolic) νέαι , νέομαι go pres ind mp 2nd sg (epic ionic) νέαι , νέομαι go pres ind mp 2nd sg (epic ionic) νέαι , νέος young fem nom/voc pl νέᾱͅ , νέος young fem dat sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέα Γη — I (Newfoundland). Νησί (112.300 τ. χλμ., 175.500 κάτ.) του ανατολικού Καναδά, στον Ατλαντικό ωκεανό, μεταξύ των χερσονήσων του Λαμπραντόρ προς Β Δ και της Νέας Σκοτίας προς Ν Δ. Παρουσιάζει βαθιούς μυχούς, κατά ένα μέρος παγετωνικής προέλευσης,… …   Dictionary of Greek

  • Νέα, Τα — Καθημερινή απογευματινή εφημερίδα της Αθήνας με εκδότη τον Δημήτριο Λαμπράκη (1930). Αρχικά εκδιδόταν με τον τίτλο Αθηναϊκά Νέα, που τον διατήρησε έως την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Από το 1970 εκδίδεται ως ιδιοκτησία του δημοσιογραφικού… …   Dictionary of Greek

  • Νέᾳ — Νέαι , Νέη fem nom/voc pl Νέᾱͅ , Νέη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στην κοινότητα Καρυών της Χίου, στο Προβάτιον όρος, αφιερωμένο στην Παναγία. Η Ν.Μ. ιδρύθηκε τον 11ο αι. και είναι περίφημη προπάντων για τον ψηφιδωτό διάκοσμο του καθολικού της. Κατά την παράδοση, επιβεβαιώμενη και από… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Καμένη — Néa Kaméni Néa Kaméni Νέα Καμένη (el) Vue aérienne de Néa Kaméni. Géographie Pays …   Wikipédia en Français

  • Νέα Γουϊνέα — (μαλαϊκά Ιριάν, αγγλ. New Guinea). Νησί (785.000 τ. χλμ.), το μεγαλύτερο του Ειρηνικού ωκεανού και το δεύτερο του κόσμου μετά τη Γροιλανδία. Βρίσκεται στα Β της Αυστραλίας (πιθανότατα αποτελούσε μέρος της έως την πλειστόκαινο εποχή), από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»