1νάρφη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκευαστὸς ἄρτος, ὃ καὶ μασιτρίς» …
Dictionary of Greek
2νάρφη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)