νάρκισσος
1νάρκισσος — narcissus fem nom sg νάρκισσος narcissus masc nom sg …
2Νάρκισσος — narcissus masc nom sg …
3νάρκισσος — Γένος φυτών, που περιλαμβάνει πολυετείς βολβόριζες πόες και υπάγεται στην οικογένεια των Αμαρυλλιδών (μονοκοτυλήδονα). Από τα επτά είδη της ελληνικής χλωρίδας, τα πιο αξιόλογα είναι: ο ν. των ποιητών έχει επιμήκη, γραμμοειδή φύλλα, ανάμεσα στα… …
4νάρκισσος — ο 1. ανθοκομικό φυτό, αλλ. ζαμπάκι, το. 2. ως κύρ. όν., Νάρκισσος όνομα μυθικού ήρωα που ερωτεύτηκε το είδωλό του, όταν το είδε στο νερό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ναρκίσσοιο — νάρκισσος narcissus fem gen sg (epic) νάρκισσος narcissus masc gen sg (epic) …
6ναρκίσσοις — νάρκισσος narcissus fem dat pl νάρκισσος narcissus masc dat pl …
7ναρκίσσου — νάρκισσος narcissus fem gen sg νάρκισσος narcissus masc gen sg …
8ναρκίσσους — νάρκισσος narcissus fem acc pl νάρκισσος narcissus masc acc pl …
9ναρκίσσων — νάρκισσος narcissus fem gen pl νάρκισσος narcissus masc gen pl …
10ναρκίσσῳ — νάρκισσος narcissus fem dat sg νάρκισσος narcissus masc dat sg …