μῶρ'

  • 41μωρόφρων — μωρόφρων, ὁ και ἡ (Μ) άνθρωπος ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. καλόφρων, μεγαλό φρων] …

    Dictionary of Greek

  • 42πορφυρίων — Όνομα 2 μυθολογικών προσώπων. 1. Γίγαντας, γιος της Γης και του Ουρανού. Για να τον εξοντώσει ο Δίας, τον έκανε να ερωτευτεί την Ήρα και, τη στιγμή που επιχειρούσε να τη βιάσει, τού εξαπόλυσε κεραυνό. Την ίδια στιγμή ο Ηρακλής τον σκότωνε με το… …

    Dictionary of Greek

  • 43συνδουλίων — ωνος, ὁ, Μ σύνδουλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδουλος + επίθημα ίων (πρβλ. μωρ ίων)] …

    Dictionary of Greek

  • 44Σαιν Ζερμαίν - ντε - Πρε — (Saint Germa nin des Pres). Αξιόλογο αβαείο στο Παρίσι, στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, που ιδρύθηκε γύρω στα 555 από το Χώδεβέρτο τον A’. Από το 1631 ως το 1790 υπήρξε κέντρο συγκέντρωσης των βενεδικτινών του Σαιν Μωρ, όπου αναπτύχθηκαν τα… …

    Dictionary of Greek