μῶρ'

  • 21μωρονήπιος — μωρονήπιος, ον (Μ) μικρός σε ηλικία και ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + νήπιος] …

    Dictionary of Greek

  • 22μωρονοώ — μωρονοῶ, έω και μωρονέω (Α) σκέπτομαι με ανόητο, ασύνετο τρόπο, σκέπτομαι κουτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + νοῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 23μωροπίστευτος — η, ο ο μωρόπιστος*. ( [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + πιστεύω] …

    Dictionary of Greek

  • 24μωροπλούσιος — μωροπλούσιος, ον (Μ) ανόητος πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + ανόητος] …

    Dictionary of Greek

  • 25μωροποιός — μωροποιός, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που συμπεριφέρεται ως ηλίθιος, ως ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + ποιός*] …

    Dictionary of Greek

  • 26μωροπτωχός — μωροπτωχός, ή, όν (Μ) λίγο φτωχός, φτωχούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + πτωχός] …

    Dictionary of Greek

  • 27μωροπόνηρος — μωροπόνηρος, ον (Α) ο ανόητος και συνάμα πονηρός, κουτοπόνηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + πονηρός] …

    Dictionary of Greek

  • 28μωροσπανός — μωροσπανός, ή, όν (Μ) αυτός που δεν είναι εντελώς σπανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρό) + σπανός] …

    Dictionary of Greek

  • 29μωροσωζάτος — μωροσωζάτος, η, ον (Μ) αυτός που εξασφαλίζει κάπως τα αναγκαία, που βρίσκεται σε μέτρια οικονομική κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + σώζω] …

    Dictionary of Greek

  • 30μωροφανής — μωροφανής, ές (Α) 1. ολοφάνερα μωρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μωροφανές ολοφάνερη μωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάνην, αόρ. τού φαίνομαι), πρβλ. μεγαλο φανής, χρυσοφανής] …

    Dictionary of Greek