μῶρ'
11μωροβλάπτης — μωροβλάπτης, ὁ (ΑΜ) μωρός που επιφέρει βλάβες, φθοροποιός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός ) + βλάπτω] …
12μωροβραδύγλωσσος — μωροβραδύγλωσσος, η, ον (Μ) λίγο βραδύγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + βραδύγλωσσος] …
13μωρογεμάτος — μωρογεμάτος, η, ον (Μ) λίγο γεμάτος, λίγο παχύς, γεματούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + γεμάτος] …
14μωροθαύμαστος — μωροθαύμαστος, η, ον (Μ) αυτός που θαυμάζει ασήμαντα πράγματα, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + θαυμάζω] …
15μωροκακοήθης — μωροκακοήθης, ες (Α) μωρός και συνάμα κακοήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + κακοήθης] …
16μωροκλέπτης — μωροκλέπτης, ὁ (Α) κλέφτης μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + κλέπτης] …
17μωροκόπελο — μωροκόπελο, τὸ (Μ) ανόητο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + κοπέλι] …
18μωρολωλός — μωρολωλός, ή, όν (Μ) κάπως ξεμωραμένος, ξεκουτιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + λωλός] …
19μωρολόγι — μωρολόγι, τὸ (Μ) ανόητη φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + λογι*] …
20μωρολόγος — α, ο (ΑΜ μωρολόγος, ον, Μ και μωρόλογος, η, ον) αυτός που λέει μωρίες, ανοησίες («ὅσοι δὲ ἐκ τῶν πλευρῶν περίογκοί εἰσιν, οἷον πεφυσημένοι, λάλοι καί μωρολόγοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + λόγος*] …