μῖνος

  • 1Minos — MINOS, óis, Gr. Μίνως, ωος, (⇒ Tab. XX.) Jupiters, Homer. Od. Λ. v. 567. oder vielmehr des Asterius, eines Königs in Kreta, Abel Hist. Monarch. l. II. c. 1. §. 24. und der Europa, einer Tochter des Agenors, Königs in Phönicien, Pausan. Ach. c. 2 …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 2ками́н — а, м. Комнатная печь с широкой открытой топкой. Изредка в потухающем камине вспыхивает тлеющее полено. Чехов, Живая хронология. ◊ электрический камин прибор для обогрева комнаты отраженным теплом. [От греч. καμινος печь] …

    Малый академический словарь

  • 3цикламе́н — а, м. Травянистое растение сем. первоцветных, с клубневидным корневищем и крупными ярко окрашенными цветками; альпийская фиалка. [греч. κυκλαμινος] …

    Малый академический словарь

  • 4Arcado-chipriota — Saltar a navegación, búsqueda Distribución de los dialectos griegos hacia el 400 a. C. 19 a 21: Arcado chipriota. 19: Arcadia. 20: Chipre. 21: Panfilia. El arcado chipriota fue un dialecto del griego antiguo …

    Wikipedia Español

  • 5αιματόλιθος — Ονομασία με την οποία είναι γνωστοί στη βιομηχανία των κοσμητικών λίθων οι συμπαγείς ή λεπτοϊνώδεις χαλυβδόφαιοι και, μερικές φορές, κοκκινωποί αιματίτες. Οι αιματίτες της πρώτης μορφής προέρχονται από τις Ανατολικές Ινδίες και τις επαρχίες του… …

    Dictionary of Greek

  • 6Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …

    Dictionary of Greek