μῐνῠρίζω

  • 21αναμινυρίζω — ἀναμινυρίζω (ΑΜ) τραγουδώ άτονα και μελαγχολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα* + μινυρίζω «τραγουδώ ήρεμα με χαμηλή φωνή»] …

    Dictionary of Greek

  • 22μινυρίστρια — μινυρίστρια, ἡ (Α) [μινυρίζω] (για την αηδόνα) αυτή που κελαηδά ήρεμα και γλυκά …

    Dictionary of Greek

  • 23μινυρισμός — ο (Α μινυρισμός) [μινυρίζω] το να τραγουδά ή να κλαίει κάποιος με σιγανή φωνή, σιγοτραγούδημα ή κλαψούρισμα νεοελλ. λυπητερό τραγούδι («ηκούετο ο μινυρισμός τών αηδόνων εις το δάσος», Παπαδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 24μινυρός — μινυρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που θρηνεί ή τραγουδά με λεπτή και αδύναμη φωνή 2. (για τους νεοσσούς τών πτηνών) αυτός που τερετίζει 3. (κατά τον Ησύχ.) «μικρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινυρίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 25μινύρισμα — το (Α μινύρισμα) 1. σιγανό κελάηδημα («ξουθαὶ ἀηδονίδες μινυρίσμασιν ἀντιαχεῡσι μέλπουσαι στόμασιν τὰν μελίγηριν ὄπα», Θεόκρ.) 2. ήχος από το ελαφρό θρόισμα τών δένδρων ή από τον ελαφρό ήχο ύδατος που ακούγεται από ρυάκι νεοελλ. κλαψούρισμα.… …

    Dictionary of Greek

  • 26μινύρομαι — (Α) 1. τραγουδώ μουρμουριστά μια μελωδία 2. (για το αηδόνι) κελαηδώ γλυκά και ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινυρίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 27συμμινυρίζω — Μ κλαψουρίζω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μινυρίζω «παραπονιέμαι, κλαψουρίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 28υπομινυρίζω — Μ παραπονούμαι με ήρεμο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μινυρίζω «παραπονιέμαι, κλαψουρίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 29ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… …

    Dictionary of Greek

  • 30διαμινυρίζεται — διά μινυρίζω complain in a low tone pres ind mp 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)