μῐνῠανθής
1μινυανθής — μινυανθής, ές (Α) 1. αυτός που ανθεί για μικρό χρονικό διάστημα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μινυανθές είδος φυτού («τρίφυλλον, τὴν ἤτοι μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ τού μινύθω «περικόπτω, ελαττώνω» (βλ. μινύθω) +… …
2μινυανθέα — μινυανθής blooming a short time neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μινυανθής blooming a short time masc/fem acc sg (epic ionic) …
3μινυανθές — μινυανθής blooming a short time masc/fem voc sg μινυανθής blooming a short time neut nom/voc/acc sg …
4άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …