μῆν

  • 81ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …

    Dictionary of Greek

  • 82ηλιαστές — Με την ονομασία αυτή δηλώνονταν στην αρχαία Αθήνα τα μέλη της Ηλιαίας (βλ. λ.), του ανώτατου δικαστηρίου. Κατά τα χρόνια της πρώτης αθηναϊκής ηγεμονίας οι η. ήταν 6.000, εξακόσιοι δηλαδή από κάθε φυλή, εκλέγονταν με κλήρο κάθε χρόνο και έπρεπε να …

    Dictionary of Greek

  • 83Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 84Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 85ιχνηθέτηση ατόμων — Μέθοδος με την οποία οι βιολόγοι και οι οικολόγοι διεξάγουν μετρήσεις και μελέτες οικολογικού και ηθολογικού ενδιαφέροντος σε άτομα και πληθυσμούς. Η μέθοδος αυτή συνίσταται στη σύλληψη ενός αριθμού ατόμων, στην ιχνηθέτησή τους με κάποιο τρόπο (π …

    Dictionary of Greek

  • 86Κιάχτα — (Kyakhta ή K’achta). Πόλη (18.300 κάτ. το 1995) της Ρωσίας, στην αυτόνομη δημοκρατία της Μπουριατίας. Είναι χτισμένη στα σύνορα με τη Μογγολία και βρίσκεται 35 χλμ. Α του σιδηροδρομικού σταθμού Ναούσκι. Ιδρύθηκε το 1727 μετά τη συνθήκη του… …

    Dictionary of Greek

  • 87Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …

    Dictionary of Greek

  • 88Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …

    Dictionary of Greek

  • 89Πάρσοι — Όνομα που σήμαινε αρχικά Πέρσες και με το οποίο χαρακτηρίζονται οι απόγονοι της ζωροαστρικής κοινότητας που μετανάστευσαν στην Ινδία, μετά την κατάκτηση της Περσίας από τους Άραβες, για να μην υποχρεωθούν να ασπαστούν τον ισλαμισμό (7ος – 8ος… …

    Dictionary of Greek

  • 90Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …

    Dictionary of Greek