μῆν
61κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …
62ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …
63ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …
64παραλέγω — ΝΜΑ, παραλέω Ν νεοελλ. 1. λέω πράγματα που φαίνονται ή είναι υπερβολικά, απίστευτα, υπερβάλλω σε όσα λέω («μην τά παραλές» μην είσαι υπερβολικός, μην τά μεγαλοποιείς) 2. λέω πολλά, φλυαρώ αρχ. (το ενεργ. και το παθ.) 1. αποσπώ τις περιττές τρίχες …
65πολυτραβώ — άω, Ν τραβώ κάτι πολύ περισσότερο από τον βαθμό αντοχής του («μην πολυτραβάς το σχοινί» μην εξωθείς την κατάσταση στα άκρα, μην φτάνεις σε υπερβολές, παροιμ. φρ.) …
66πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… …
67σκανιάζω — Ν [σκάνια] 1. (μτβ.) κάνω κάποιον να στενοχωρηθεί πολύ, τόν σκάζω 2. (αμτβ.) στενοχωριέμαι πάρα πολύ, σκάω από τη θλίψη μου 3. φρ. «μην μού σκανιάζεις» μην τό παίρνεις κατάκαρδα, μην στενοχωριέσαι τόσο πολύ …
68τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …
69τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… …
70τσιμουδιά — η, Ν 1. πολύ σιγανή, αδύναμη φωνή 2. φρ. «μην βγάλεις τσιμουδιά!» ή, απλώς, «τσιμουδιά!» (ως προσταγή) μην πεις λέξη, μην βγάλεις άχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών τ. τσίτο «σιωπή» και μουτιά «σιωπή»] …