μῆκ-ος

  • 1μήκ' — μηκά , μηκάς bleating one fem voc sg μηκά̱ , μηκή fem nom/voc/acc dual μηκά̱ , μηκή fem nom/voc sg (doric aeolic) μηκαί , μηκή fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Uncial 058 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 058 Text Gospel of Matthew 18 † Date 4th century Script Greek …

    Wikipedia

  • 3Codex 058 — Onciale 058 Le Codex 058, portant le numéro de référence 058 (Gregory Aland), ε 010 (Soden), est un manuscrit du parchemin en écriture grecque onciale. Sommaire 1 Description 2 Liens internes 3 Références …

    Wikipédia en Français

  • 4Onciale 058 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 058 texte Évangile selon Matthieu † langue Grec ancien date IVe& …

    Wikipédia en Français

  • 5Кодекс 058 — Библейские рукописи: Папирусы • Унциалы • Минускулы • Лекционарии Унциал 058 Текст Евангелие от Матфея Язык греческий Дата IV век Сейчас в Австрийская национальная библиотека Размер 19 x 13 см Тип …

    Википедия

  • 6ευμήκιστος — εὐμήκιστος, ον (Μ) 1. ψηλός 2. μακρύς, επιμήκης 3. πλατύς, ευρύχωρος, μεγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μήκ ιστος, ανώμαλος υπερθετικός τού μακρός (< μήκος κατά τα αίσχος > αίσχιστος)] …

    Dictionary of Greek

  • 7μήκιστος — η, ο (ΑΜ μήκιστος, ίστη, ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, ίστη, ον) νεοελλ. (για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις τού κρανίου αρχ. 1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) 2 …

    Dictionary of Greek

  • 8μηκάς — άδος, ἡ (Α) 1. ως επίθ. (για αίγες, πρόβατα, αλλά και για αγελάδες), αυτός που μηκάται, που βελάζει 2. ως ουσ. η αίγα («θῡσαι μὲν τῇ Πανδήμῳ δεήσει λευκὴν μηκάδα», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μηκάς (< *μηκ άδ ς) έχει σχηματιστεί από το ρηματ.… …

    Dictionary of Greek

  • 9μηκηθμός — μηκηθμός, ὁ (Α) η φωνή τών ζώων, ο μηκασμός («διὰ τοῡ μηκηθμοῡ τῆς ὄνου», Γρηγ. Νύσσ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μηκ ῶμαι + επίθημα ηθμός (πρβλ. βρυχ ηθμός)] …

    Dictionary of Greek

  • 10πολλύνομαι — Α (κατά τον Φώτ.) γίνομαι πολύς, αυξάνομαι, πληθύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο) τού πολύς + ρημ. κατάλ. ύνω / ύνομαι (πρβλ. μηκ ύνομαι, πληθ ύνομαι)] …

    Dictionary of Greek