μᾶζαι
1μᾶζαι — μᾶζα barley cake fem nom/voc pl …
2μάζαι — μά̱ζᾱͅ , μᾶζα barley cake fem dat sg (doric aeolic) …
3Μαζαίου — Μαζαί̱ου , Μαζαῖος masc gen sg …
4Μαζαίους — Μαζαί̱ους , Μαζαῖος masc acc pl …
5Μαζαίῳ — Μαζαί̱ῳ , Μαζαῖος masc dat sg …
6МАЗЕЙ — • Mazaeus, Μαζαι̃ος, персидский наместник в Киликии во время Артаксеркса Оха, не препятствовал в 331 г. до Р. X. македонянам, как это было ему поручено, перейти Евфрат, храбро сражался при Арбеле, но отступил к Вавилону и без… …
7αχίλλειος — (3ος–4ος αι. μ.Χ.). Πρώτος επίσκοπος και πολιούχος άγιος της Λάρισας. Έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου και πήρε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαΐου. * * * ο (AM Ἀχίλλειος, α, ον, Α και Ἀχιλλέϊος και Ἀχιλλήιος,… …
8μᾶζ' — μᾶζα , μᾶζα barley cake fem nom/voc sg μᾶζαι , μᾶζα barley cake fem nom/voc pl …