μᾱτιολοιχός
1ματιολοιχός — ματιολοιχός, ὁ (Α) ο κρουσιμέτρης, αυτός που επιδιώκει με αναξιοπρεπή τρόπο ασήμαντα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ. γρφ. τού ματτυολοιχός*] …
2ματιολοιχός — μᾱτιολοιχός , ματιολοιχός trifle masc nom sg …
3ματτυολοιχός — και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής 2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ λίχνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματο λοιχός,… …
4ματιολοιχοῦ — μᾱτιολοιχοῦ , ματιολοιχός trifle masc gen sg …
5ματιολοιχόν — μᾱτιολοιχόν , ματιολοιχός trifle masc acc sg …