μᾱτηρ
1μάτηρ — μάτηρ, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. μήτηρ …
2ματήρ — ματήρ, ῆρος, ὁ (Α) ο μαστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται είτε από το ρ. μαίομαι* είτε από το μαζεύω* + επίθημα τήρ] …
3ματήρ — masc nom sg μᾱτήρ , μήτηρ mother fem nom sg (doric aeolic) …
4μάτηρ — μά̱τηρ , μήτηρ mother fem nom sg (doric aeolic) …
5ματῆρες — ματήρ masc nom/voc pl …
6αία — Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα. 1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος …
7μα — (I) (AM μά) 1. μόριο, εισαγωγικό όρκου, το οποίο χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις έντονης διαμαρτυρίας και ακολουθείται από την αιτιατική τού ονόματος ή τού πράγματος που επικαλείται αυτός που ορκίζεται, και λαμβάνεται ως ομοτικό, δηλ.… …
8смотреть — смотрю, диал. мотреть, олонецк., казанск., нижегор.; укр. смотрiти, смотрю, др. русск. съмотрѣти, ст. слав. съмотрити καταμαθεῖν, κατανοῆσαι (Супр. и др.), цслав. мотрити, мощрɪѫ, болг. мотря смотрю , сербохорв. мо̀трити, мо̀три̑м – то же, словен …
9Aiolisches Griechisch — Griechische Dialekte um 400 v. Chr. Aiolische Dialekte in Grün. Das Aiolische (Äolische) ist ein altgriechischer Dialekt, der vom Stamm der Aioler gesprochen wurde. Das Verbreitungsgebiet des Dialekts umfasste Böotien, Thessalien, die… …
10Attisch — Verbreitungsgebiet der griechischen Dialekte um 400 v. Chr. Attisch in Violett Das Attische ist ein Dialekt des Altgriechischen, der in Attika, der Region um Athen, gesprochen wurde. Das Attische des 5. Jahrhunderts v. Chr. gilt als klassische… …