μᾰχοίατο
1μαχοίατο — μάχομαι fight fut opt mid 3rd pl (attic epic ionic) μάχομαι fight pres opt mp 3rd pl (epic ionic) μάχομαι fight pres opt mp 3rd pl (epic ionic) μαχάω wish to fight pres opt mp 3rd pl (epic ionic) συμμαχέω to be an ally pres opt mp 3rd pl (epic) …
2θωρηκτής — θωρηκτής, ὁ (Α) [θεωρήσσω] οπλισμένος με θώρακα («ὅτ Ἀργείοισι μαχοίατο θωρηκτῇσιν», Ομ. Ιλ.) …