μᾰχαιρ-ουργός
1μισθουργός — μισθουργός, ὁ (Α) ο εργαζόμενος με μισθό, ο μισθωτής εργάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ ουργός, στιχ ουργός] …
2ομματουργός — ὀμματουργός, όν (Α) ομματοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + ουργός* (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ ουργός] …
3οπλουργός — ο (Α ὁπλουργός) κατασκευαστής όπλων νεοελλ. στρ. στρατιωτικός με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην επισκευή όπλων διαφόρων τύπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ ουργός] …
4σιτουργός — όν, Α σιτοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. μαχαιρ ουργός] …
5σκανδαλουργός — όν, Μ σκανδαλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. μαχαιρ ουργός] …
6φονουργός — όν, ΜΑ αυτός που διέπραξε φόνο, φονέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. μαχαιρ ουργός] …