μᾰτιζω
1ματίζω — (Α ματίζω) νεοελλ. 1. αυξάνω το μήκος κάποιου πράγματος με προσθήκη προέκτασης («ματίζω το ύφασμα για να φτάσει για το φόρεμα») 2. ναυτ. συνάπτω, δένω, συνδέω τα άκρα δύο σχοινιών με ματισιά. αρχ. ματεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμματίζω*. Με την αρχ.… …
2ματίζω — μάτισα, αυξάνω το μάκρος κάποιου πράγματος (σκοινιού, υφάσματος, δοκαριού κτλ.) προσθέτοντας κομμάτι από την ίδια ύλη: Μάτισαν τα δίχτυα πριν βγουν για ψάρεμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3αμάτιστος — η, ο [ματίζω] 1. αυτός που δεν ματίστηκε, δεν αυξήθηκε με την προσθήκη νέου κομματιού 2. που δεν μπορεί να ματιστεί …
4ενθεματίζω — (Α ἐνθεματίζω) ενοφθαλμίζω, εγκεντρίζω, μπολιάζω νεοελλ. συμπληρώνω ξύλο ή αντικαθιστώ φθαρμένο μέρος του με προσθήκη, ματίζω, τσοντάρω αρχ. βάζω κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι άλλο, αποθέτω, εμβάλλω …
5μάτισμα — το [ματίζω] το να μακραίνει κανείς ένα αντικείμενο, σχοινί ή ξύλο, με προσθήκη άλλου κομματιού από το ίδιο υλικό …
6ματισιά — η το μάτισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ματίζω + κατάλ. ιά] …
7αμματίζω — βλ. ματίζω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)