μᾰταιο-πρᾱγία

  • 1ταυτοπραγώ — έω, Μ κάνω το ίδιο πράγμα ή τα ίδια πράγματα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) + πραγῶ (< πραγία < θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ πραγ α), πρβλ. ματαιο πραγῶ] …

    Dictionary of Greek