μᾰρᾰθώνιος
1Μαραθώνιος — overgrown with fennel masc nom sg …
2μαραθώνιος — Βλ. λ. αθλητισμός (αγωνίσματα). * * * α, ο (AM μαραθώνιος, ία, ον) [Μαραθώνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μαραθώνα ή προέρχεται από τον Μαραθώνα II νεοελλ. 1. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Μαραθώνιος, η Μαραθώνια ο κάτοικος τού… …
3μαραθώνιος — α, ο 1. ο σχετικός με το Μαραθώνα. 2. μτφ., με μεγάλη διάρκεια: Η απόφαση των ενόρκων βγήκε ύστερα από μαραθώνια συνεδρίαση. 3. «μαραθώνιος δρόμος», αγώνισμα δρόμου αντοχής περίπου 42 χλμ., όση η απόσταση από το Μαραθώνα ως την Αθήνα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Μαραθώνιος — ο θηλ. α ο κάτοικος του Μαραθώνα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Μαραθωνίων — Μαραθώνιος overgrown with fennel fem gen pl Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut gen pl …
6Μαραθώνιον — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc acc sg Μαραθώνιος overgrown with fennel neut nom/voc/acc sg …
7Μαραθωνίοις — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut dat pl …
8Μαραθωνίου — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut gen sg …
9Μαραθωνίῳ — Μαραθώνιος overgrown with fennel masc/neut dat sg …
10Μαραθώνια — Μαραθώνιος overgrown with fennel neut nom/voc/acc pl …