μᾰλάχη
1μαλάχη — mallow fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2μαλάχῃ — μαλάχη mallow fem dat sg (attic epic ionic) …
3μαλάχη — η (Α μαλάχη) το φυτό μολόχα αρχ. φρ. α) «μαλάχη ἡ αγρία» το φυτό αλθαία β) «μαλάχη η κηπευτή» το φυτό λαβατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεσογειακό, προελληνικό όρο, παράλληλο τού λατ. malva (πρβλ. μάλβαξ), πιθ. κατ επίδραση τού μαλακός. Κατ άλλους …
4μαλάχαι — μαλάχη mallow fem nom/voc pl μαλάχᾱͅ , μαλάχη mallow fem dat sg (doric aeolic) …
5μαλάχηι — μαλάχῃ , μαλάχη mallow fem dat sg (attic epic ionic) …
6μαλαχῶν — μαλάχη mallow fem gen pl …
7μαλάχαις — μαλάχη mallow fem dat pl …
8μαλάχην — μαλάχη mallow fem acc sg (attic epic ionic) …
9μαλάχης — μαλάχη mallow fem gen sg (attic epic ionic) …
10μολόχα — Διετής ή πολυετής πόα της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι μαλάχη ή μάλβα η αγρία. Ανθίζει από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Έχει πολύκλαδους κυλινδρικούς βλαστούς… …