μᾰκών
1μάκων — μάκων, ωνος, ὁ (Α) (δωρ.τ.) βλ. μήκων …
2μακών — μηκάομαι bleat aor part act masc nom sg …
3μάκων — μά̱κων , μήκων poppy fem nom/voc sg (doric) …
4μάκων' — μά̱κωνα , μήκων poppy fem acc sg (doric) μά̱κωνι , μήκων poppy fem dat sg (doric) μά̱κωνε , μήκων poppy fem nom/voc/acc dual (doric) …
5μήκων — ο, η (Α μήκων, ωνος, δωρ. τ. μάκων, ή) αρχαία και λόγια ονομασία ορισμένων ειδών τού γένους παπάβερ, το οποίο σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία παπαρούνα και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες… …
6μαγκούτα — η κοινή ονομασία διαφόρων φυτών που ανήκουν στα γένη κώνειο και κικούτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε από συμφυρμό τών μσν. τύπων μαγκούνα (< μακούνα < μακώνω < μάκων «φαρμακευτικό φυτό», πρβλ. κόκκων > κοκκώνα > κουκούνα. Το κ τού… …
7κλιμάκων — κλῑμάκων , κλῖμαξ ladder fem gen pl …