μᾰθητός
1μαθητός — μαθητός, ή, όν (Α) [μανθάνω] αυτός τον οποίο μπορεί να μάθει κάποιος …
2μαθητός — learnt masc nom sg …
3μαθητόν — μαθητός learnt masc acc sg μαθητός learnt neut nom/voc/acc sg …
4μαθητούς — μαθητός learnt masc acc pl …
5μαθητῆς — μαθητός learnt fem gen sg (attic epic ionic) …
6ευκαταμάθητος — εὐκαταμάθητος, ον (Α) αυτός που μαθαίνεται πλήρως με ευκολία, ο ευκολονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα μαθητος (< κατα μανθάνω), πρβλ. α κατα μάθητος, δυσ κατα μάθητος] …
7μαθητά — μαθητά̱ , μαθητής learner masc nom/voc/acc dual μαθητής learner masc voc sg μαθητής learner masc nom sg (epic) μαθητός learnt neut nom/voc/acc pl μαθητά̱ , μαθητός learnt fem nom/voc/acc dual μαθητά̱ , μαθητός learnt fem nom/voc sg (doric aeolic) …
8μαθητῶν — μαθητής learner masc gen pl μαθητός learnt fem gen pl μαθητός learnt masc/neut gen pl …
9αμάθητος — η, ο (AM ἀμάθητος, ον) αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αδαής νεοελλ. 1. αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τόν μελέτησε κανείς 2. αυτός που δεν εξασκήθηκε σε κάτι, ασυνήθιστος, άπειρος 3. απονήρευτος, αγνός 4. αυτός που δεν έγινε γνωστός, δεν… …
10λαθητικός — λαθητικός, ή, όν (Α) αυτός που διαφεύγει ή μπορεί να διαφύγει την προσοχή των άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ τού λανθάνω (πρβλ. αόρ. β ἔ λαθ ον) + επίθημα ητικός κατά το σχήμα μανθάνω μαθητής / μαθητός μαθητικός] …